- μισθαρνικός
- μισθαρνικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισθαρνικός — ή, ο (Α μισθαρνικός, ή, όν) [μίσθαρνος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει στη μισθαρνία ή στον μίσθαρνο, αυτός που γίνεται με μισθό («μισθαρνική εργασία») … Dictionary of Greek
μισθαρνικόν — μισθαρνικός of masc acc sg μισθαρνικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικαί — μισθαρνικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικῆς — μισθαρνικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικήν — μισθαρνικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικῶς — μισθαρνικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθαρνικάς — μισθαρνικά̱ς , μισθαρνικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)